- οιακοστροφώ
- (Α οἰακοστροφῶ, -έω) [οιακοστρόφος]1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰακοστροφῶ — οἰᾱκοστροφῶ , οἰακοστροφέω steer pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰᾱκοστροφῶ , οἰακοστροφέω steer pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)